Της Ζωοδόχου Πηγής σήμερα Παρασκευή του Πάσχα πανηγυρίζει το γνωστό σε κάθε άνθρωπο του Σαρωνικού «Μοναστήρι του Πόρου». Το παλαιότατο αυτό προσκύνημα προβάλει μέσα στην καταπράσινη ανοιξιάτικη φύση του Πόρου. Σε μια πευκόφυτη πλαγιά και ανάμεσα στους ελαιώνες και τα αειθαλή ευωδιαστά δέντρα, κάτασπρη σαν περιστέρι, αρχοντική και επιβλητική, κρύβοντας πίσω από την πύλη της μεγάλη ιστορία και ανεκτίμητη προσφορά προς το Γένος των Ελλήνων.
Το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής του Πόρου ιδρύθηκε κατ’ αρχήν το 1720 [Σ.Σ. Κατ’ άλλους το 1713] και ολοκληρώθηκε το 1734 . Ως ιδρυτής της Μονής φέρεται ο μητροπολίτης Αθηνών Ιάκωβος Β’. Το άρχισε με δικά του χρήματα, και το συνέχισε με προσφορές χριστιανών. (Είναι κηρυγμένο διατηρητέο ιστορικό μνημείο μεταβυζαντνών χρόνων ΦΕΚ 332/6-8-36).
Ο Ιάκωβος είχε επισκεφθεί το ναό – μοναστήρι των Ταξιαρχών που υπήρχε εκεί από τον 14ο αιώνα, -βυζαντινού ρυθμού- και από την παραπλήσια πηγή ήπιε νερό και θεραπεύτηκε από τη λιθίαση που έπασχε. Από τότε ονόμασε την πηγή εκείνη «αθάνατο νερό». Γι αυτό και ίδρυσε το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής.
Στα 1770 ένας εκ των Αγιορειτών «Κολλυβάδων» μοναχών της Μονής Προφήτη Ηλία της Ύδρας, ο ιερομόναχος Φιλόθεος, έμεινε για κάποιο διάστημα στο Μοναστήρι του Πόρου και κατόπιν κατευθύνθηκε στη Λογγοβάρδα Πάρου.
Ο οικουμενικός Πατριάρχης Παΐσιος Β΄, εξέδωσε σιγίλιο με το οποίο η Μονή χαρακτηρίζεται ως Σταυροπηγιακή. Το σιγίλιο είναι έγγραφο σε μεμβράνη και φέρει την υπογραφή του Πατριάρχη και της Πατριαρχικής Συνόδου, και «βούλα» -σφραγίδα από μολύβι, που στη μια όψη της έχει την εικόνα της Παναγίας, και στην άλλη το όνομα του Πατριάρχη. (Φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού).
Η Μονή της Καλαυρίας πλήρωνε στο Πατριαρχείο 60 γρόσια το χρόνο, γιατί υπαγόταν απ’ ευθείας στο Πατριαρχείο και όχι σε Μητρόπολη. –Τώρα υπάγεται στην Μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Και απολάμβανε του προνομίου της Υψηλής Πύλης, που απαγόρευε σε Τούρκους να πατούν το πόδι τους σ’ αυτήν και στα «μετόχια» της. Γι αυτό και αποτέλεσε τόπο μυστικών συναντήσεων των αγωνιστών της περιοχής για την οργάνωση του Αγώνα.
Η Μονή περιβάλλεται από τείχη με μοναδικά ανοίγματα την κεντρική είσοδο και τις πολεμίστρες.
Ο ηγούμενος της μονής είχε το προνόμιο να φορεί στις επίσημες ιερουργίες μανδύα και να κρατεί πατερίτσα. Είχε 30 κελιά που σώζονται και σήμερα, και βιβλιοθήκη με 150 τόμους εκκλησιαστικών βιβλίων και πατριαρχικές μεμβράνες εκατοντάδων χρόνων – μεγάλης αξίας και σημασίας.
Στο αρχείο της Μονής υπάρχει ένα σιγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’-είχε εκδοθεί το Μάρτη του 1798- που επικύρωνε εκείνο του Παϊσίου, και ένα άλλο όμοιο για τη μονή του Αγίου Δημητρίου Δαμαλά. Βρίσκονταν επίσης τρία τουρκικά έγγραφα, από τα οποία το ένα, ήταν διαταγή του Τούρκου ναυάρχου Σουλεϊμάν πασά, με χρονολογία « Οκτώβριος 1739 », με την οποία διέταζε τα πλοία του τουρκικού στόλου να μην ενοχλούν τους μοναχούς, ούτε τη Μονή.
Στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής κατέφυγαν τον καιρό της επαναστάσεως του 1821 Αγιορείτες από τη Μονή Διονυσίου φέρνοντας μαζί τους, τους θησαυρούς της Μονής τους και έμειναν μια διετία περίπου φιλοξενούμενοι των μοναχών της Μονής Ζωοδόχου Πηγής, μέχρι που πέρασε ο Τουρκικός κίνδυνος.
Ο ναός στο δάπεδο, κάτω από το θόλο, έχει τρίζηνο και γράμματα εκκλησιαστικά, που φανερώνουν ότι αυτό κατασκευάστηκε από τον Πελοποννήσιο Κυπριανό.
Το τέμπλο του ναού είναι έργο ωραίας ξυλογλυπτικής τέχνης και φιλοτεχνήθηκε στην Καππαδοκία το 17ο αιώνα. Σ αυτό είναι τοποθετημένες οι εικόνες των Ταξιαρχών και της Παναγίας, που βρέθηκε από βοσκούς κατά τρόπο θαυματουργό. Δεξιά του τέμπλου βρίσκεται φιλοτεχνημένη η εικόνα της Μονής, η Παναγία η Ζωοδόχος Πηγή, η οποία χρονολογείται το 1650.
Μπροστά υπάρχει ασημένια κανδήλα που πιστοποιεί το θαύμα που έγινε, την ευεργετική βροχή που χάρισε η Παναγία έπειτα από ικετευτική δέηση μοναχών και κληρικών.
Θαυματουργή επίσης και μεγάλης αξίας, είναι και η μικρή εικόνα που βρίσκεται αριστερά και πλησίον της εισόδου του Ναού, σε ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο. Είναι η Παναγία η Αμόλυντος, που χρονολογείται το 1590, στολισμένη με αργυρεπίχρυσο κάλυμμα. Λέγεται και «Εύρεσις» επειδή βρέθηκε στο δάσος. Είναι δέηση Ζωσιμά Ιερομόναχου.
Στο Δυτικό τοίχο του Ναού βρίσκεται αναρτημένη εικόνα του Παντοκράτορος Χριστού, εξαιρέτου τεχνοτροπίας (1780). Yπάρχουν και άλλες 2 εικόνες που είναι αφιερώματα των Ναυάρχων Βασιλείου Μπουντούρη και Ανδρέα Μιαούλη.
Λέγεται ότι ο Μιαούλης είχε τούτη την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, με αργυρεπίχρυσο κάλυμμα, εις το πολεμικό του πλοίο τον «Άρη». Την είχε αναρτημένη στη γέφυρα του πλοίου και επικαλείτο την Παναγία συχνά κατά την διεξαγωγή των ναυμαχιών.
Ωραιότατο και μεγάλης αξίας έργο τέχνης είναι η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής,- Παναγίας- την οποία ζωγράφισε ο ιταλός ζωγράφος Ραφαήλ Τσέκολι, το έτος 1849. Ο ρομαντικός ζωγράφος ήρθε στο μοναστήρι με την κόρη του Άρτζια, η οποία έπασχε από φυματίωση αλλά πέθανε και τάφηκε στον περίβολο του ναού.
Τότε ο Τσέκολι, με βαθύ πόνο στην καρδιά του, ζωγράφισε την εικόνα της Θεοτόκου, έχοντας στο μυαλό του τη γλυκιά μορφή της κόρης του. Στην μαρμάρινη πλάκα του τάφου της είναι γραμμένη η επιγραφή:
AD ΣΤΗΝ
ARZIA CECCOLI ΑΡΤΖΙΑ ΤΣΕΚΟΛΙ
ANGELO IN FORME UMANE ΑΓΓΕΛΟ ΜΕ ΜΟΡΦΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
VISSUTA MENO DI XX ANNI ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ 20 ΧΡΟΝΙΑ
CHE VIOLENTA TISI RAPIVA ΚΑΙ ΠΕΘΑΝΕ ΑΠΟ ΦΘΙΣΗ
CLI XI LUGLIOU MDCCCXIIX(1849) ΣΤΙΣ 11 ΙΟΥΛΙΟΥ 1849
IL MONASTERO DI CALAYRIA ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΚΑΛΑΥΡΙΑΣ
I GENITORI INCONSOLABILI Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ
QUESTA DOLENTE MEMORIA ΤΗ ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ
ROSERO ΑΠΟΘΕΣΕ
Ο Τσέκολι έχει φιλοτεχνήσει και την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής του φερώνυμου ναού της Αθήνας, Ακαδημίας 67.
Στον εξωτερικό νότιο τοίχο του καθολικού, είναι ενσωματωμένο και το ηλιακό ρολόϊ, έργο του Ιερομονάχου Γαλακτίωνος Γαλάτη, προηγουμένου της Ι. Μονής.
Στον πρόναο υπάρχουν οι τάφοι των μεγάλων ανδρών της Eπανάστασης του Μανόλη Τομπάζη, που πέθανε στην ‘Υδρα το 1831 και τάφηκε εκεί, του Ψαριανού Νικολάου Αποστόλη, του Χρονία Δροσινού, των αδελφών Χριστοδούλου (Σολιώτη), του Βατικιώτη, του Κατιτζάρη, του Παυλίδη και άλλων.
Στο Μοναστήρι είναι θαμμένος και ο αξιωματικός της Βρετανικής φρουράς BRUDNELL J. BRUCE.
Ηγούμενοι της Μονής υπήρξαν ο Βικέντιος- προ της Επαναστάσεως – ο Γρηγόριος Κριεζής (στις μέρες του επιχρυσώθηκε το τέμπλο) , ο Κυπριανός (στρώθηκε το δάπεδο, 1802, με δαπάνη Αντ. Καραμανλή ) ο Νικηφόρος (ανακαινίστηκε η Μονή πλήρως ), ο Γαλακτίων Γαλάτης,1815 μάλλον Ποριώτης, πρώην ωρολογοποιός (κατασκεύασε το ηλιακό ρολόϊ που υπάρχει στη Μονή), ο Ποριώτης Ιγνάτιος Παγώνης ( 1830 -1857), ο Παπασπυρίδων ο Ποριώτης (αυτός φύτεψε τον ελαιώνα ), ο Πελάσγιος ο Πελοποννήσιος , ο Νικηφόρος Σακκελίων ( κατασκεύασε και δώρισε το προσκυνητάρι), ο Νικηφόρος Παπασπυρόπουλος και ο Νείλος Σέγκος (1887 ), διάφοροι άλλοι , ο Χαρίτων Χαμακιώτης, ο Εφραίμ Στενάκης-σημερινός Μητροπολίτης Υδρας- και τελευταίος (2003) ο αρχιμανδρίτης Λουκάς Ζήσιμος.
Στη δεκαετία του 30 το μοναστήρι είχε 9 μοναχούς και το 1992 είχε πέντε.
Επί Ιωάννου Καποδίστρια (από 30-10-1830) και μέχρι της δολοφονίας του (27-9-1831) χρησιμοποιήθηκε σαν Εκκλησιαστική Σχολή, με διευθυντή τον Ποριώτη ηγούμενο Ιγνάτιο Παγώνη (1821-1857). Πρώτοι δάσκαλοι ήταν οι Αγιορείτες ιερομόναχοι Βενέδικτος Ρώσος (+28- 5-1840 ) και Προκόπιος Δενδρινός (+14-8-1848). Οι μαθητές ήταν 15 και διδάσκονταν Ελληνικά, ιστορία, ιερά κατήχηση, ιεροτελεστίες και άλλα. Τότε Μητροπολίτης Υδρας ήταν ο Γεράσιμος και Δαμαλά ο Ιωνάς.
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ζήτησε την ενίσχυση της Εκκλησιαστικής Σχολής του Μοναστηριού.Ο Κυβερνήτης είχε πληροφορηθεί με μεγάλη χαρά τη λειτουργία της.
Ο Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ, μέλος της Αντιβασιλείας του Όθωνα, πολέμιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στο βιβλίο του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ» γράφει το 1835 για τη Μονή στη σελίδα 330 (τα στοιχεία μας παραχώρησε ο ιστοριοδίφης Δημοσθένης Μπούκης του Γιάννη) :
Στο Μοναστήρι λειτούργησε και ορφανοτροφείο, αμέσως, 65 μέρες μετά την άφιξη του Κυβερνήτη -180 ορφανά- στα οποία εκτός των άλλων, δινόταν και ιματισμός: μια φουστανέλα, δυο πουκάμισα, δυο ζευγάρια βρακιά, ένα ζευγάρι τσαρούχια, ένα φέσι, ένα πανωφόρι και μία ζώνη. Για τον ύπνο ένα αχυρένιο στρώμα και για μαξιλάρι ένα λιθάρι. Κουρεύονταν δε σύρριζα.
Η περίθαλψη της πρώτης ομάδας έγινε με την εποπτεία του Επτανήσιου Α. Παπαδόπουλου, ενώ Διευθυντής του Ορφανοτροφείου ορίστηκε κάποιος Βούας.
Το ορφανοτροφείο επιθεώρησε ο ίδιος ο Καποδίστριας και εξέφρασε την ευαρέσκειά του. Για τρεις μήνες λειτούργησε στη Μονή και πρόχειρο νοσοκομείο. Γενικά η Μονή πρόσφερε πολλά- ηθικά και υλικά- και στον Αγώνα και μετέπειτα κατά την Κατοχή. Τα τελευταία κοπάδια από πρόβατα τα πούλησε, με εντολή της Δημογεροντίας του Πόρου, για τα έξοδα του Ελληνικού Σχολείου, που λειτούργησε στον Πόρο, με πρώτο δάσκαλο τον Νικηφόρο Παμπούκη, που ήταν και Φιλικός.
Επίσης φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς πρόσφυγες Κρήτες.
Κατά τα χρόνια 1837-1887 ζούσε εκεί ο Κωνσταντίνος Τζάνογλους, ο οποίος είχε χάσει τα λογικά του, αλλά έψαλε πολύ μελωδικά.
Πάνω στον τάφο του Τομπάζη είναι γραμμένοι οι στίχοι:
ΤΟΥΜΠΑΖΗΣ
Βλέπεις το δίπηχο τούτο μνήμα Βαρειά πλάκα που τον σκεπάζεις
γενναίον άνδρα μέσα κρατεί, και εις τον τάφον μέσα νεκρός
δεν τον εβόφισεν άγριον κύμα, πάλιν Μανόλης ζει ο Τουμπάζης
ούτε πολέμου σκληρή βροντή. Λαμπράς Πατρίδος, λαμπρός υιός.
15 Μαϊου 1831
Ο Βασίλης Μπουντούρης που διετέλεσε και διοικητής του πρώτου Πολεμικού Ναυστάθμου του Πόρου, δώρισε στο Μοναστήρι την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας.
Γύρω από τη Μονή απλώνεται μεγάλη δασική έκταση με πεύκα. Το ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής παραχώρησε δυο μεγάλα τμήματα της εκτάσεώς της για τις κατασκηνώσεις της Σχολής Ναυτοπαίδων Πόρου και των Κατηχητοπαίδων της Μητροπόλεως Ύδρας – Σπετσών – Αιγίνης- Ερμιονίδος και Τροιζηνίας.
Το μοναστήρι, που δεν έχει μόνιμους μοναχούς, αλλά περιοδικά, συντηρείται από ενοίκια και εισφορές πιστών. Κατά τα τελευταία χρόνια έγινε μεγάλη αναπαλαίωση της Μονής (ανακατασκευή στέγης – υπόστεγα κ.λ.π.) με φροντίδα του τότε ηγουμένου της Μονής και τώρα Μητροπολίτου κ. Ε φ ρ α ί μ, και με επιστασία του προηγουμένου αρχιμανδρίτη Παναρέτου Ασημακόπουλου, ο οποίος και τώρα αφιερώνει το χρόνο του για το μοναστήρι.
Σήμερα όπως είπαμε ηγούμενος της Μονής είναι ο αρχιμανδρίτης Λουκάς Ζήσιμος.
Το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής Καλαυρείας Πόρου κατορθώνει να κερδίσει τον επισκέπτη του όχι μόνο λόγω της θέσης του και του πανέμορφου φυσικού περιβάλλοντος που το περιβάλει , αλλά κυρίως λόγω της ιστορίας της πνευματικότητας και της φιλόξενης υποδοχής που επιφυλάσσει στον επισκέπτη του Άξια λοιπόν θεωρείται ως σημείο αναφοράς του σημερινού Πόρου και ως ένας σημαντικός προορισμός για τους επισκέπτες και παραθεριστές του νησιού.
Το μοναστήρι της Ζωοφόχου Πηγής του Πόρου, βρίσκεται στη διαδικασία καθορισμού, ως Πολιούχος του νησιού.